περισυλλέγω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(32) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισυλλέγω''': [[συλλέγω]] τι [[πανταχόθεν]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 661D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 325Β. | |lstext='''περισυλλέγω''': [[συλλέγω]] τι [[πανταχόθεν]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 661D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 325Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] [[κάτι]] από [[παντού]]<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]] και [[διαφυλάσσω]] πράγματα διεσπαρμένα ή εγκαταλελειμμένα που κινδυνεύουν να χαθούν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναλαμβάνω]] κάποιον υπό την [[προστασία]] μου, [[παρέχω]] [[άσυλο]], [[περιμαζεύω]] («τον περισυνέλεξαν από τους δρόμους»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:16, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
περισυλλέγω: συλλέγω τι πανταχόθεν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 661D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 325Β.
Greek Monolingual
ΝΑ
1. συλλέγω, μαζεύω κάτι από παντού
2. συγκεντρώνω και διαφυλάσσω πράγματα διεσπαρμένα ή εγκαταλελειμμένα που κινδυνεύουν να χαθούν
νεοελλ.
μτφ. αναλαμβάνω κάποιον υπό την προστασία μου, παρέχω άσυλο, περιμαζεύω («τον περισυνέλεξαν από τους δρόμους»).