περιμαζεύω

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

1. μαζεύω πράγματα σκόρπια
2. συγκεντρώνω, περισυλλέγω (α. «περμάζωξε την αντρειά, βάλε την δύναμή σου», Ερωτοκριτ.
β. «δεν μπορώ να περιμαζέψω τον νου μου»)
3. συγκρατώ κάποιον από παρεκτροπές, σωφρονίζω κάποιον («πρέπει να περιμαζέψει τα παιδιά του»)
4. περιθάλπω («τον περιμάζεψαν από τον δρόμο»)
5. μέσ. περιμαζεύομαι
συγκρατούμαι, συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου, συμμαζεύομαι, βάζω γνώση («περιμαζέψου, γιατί δεν θα σού βγει σε καλό»)
6. φρ. «περιμαζεύω τη γλώσσα μου» — παύω να μιλώ με αυθάδεια και επιπολαιότητα.