περισυλλέγω
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
περισυλλέγω: συλλέγω τι πανταχόθεν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 661D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 325Β.
Greek Monolingual
ΝΑ
1. συλλέγω, μαζεύω κάτι από παντού
2. συγκεντρώνω και διαφυλάσσω πράγματα διεσπαρμένα ή εγκαταλελειμμένα που κινδυνεύουν να χαθούν
νεοελλ.
μτφ. αναλαμβάνω κάποιον υπό την προστασία μου, παρέχω άσυλο, περιμαζεύω («τον περισυνέλεξαν από τους δρόμους»).