λιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμπάνω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[λείπω]], Ἱππ. 513, Ἄρατ. 128, Ἰω. Χρυσ.˙ ἀλλαχοῦ εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, κατα-[[λιμπάνω]].
|lstext='''λιμπάνω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[λείπω]], Ἱππ. 513, Ἄρατ. 128, Ἰω. Χρυσ.˙ ἀλλαχοῦ εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, κατα-[[λιμπάνω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[λείπω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμπάνω Medium diacritics: λιμπάνω Low diacritics: λιμπάνω Capitals: ΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: limpánō Transliteration B: limpanō Transliteration C: limpano Beta Code: limpa/nw

English (LSJ)

collat. form of λείπω, Hp.Morb.4.55, Arat.128, Hdn.Gr. 2.10: elsewh. only in compds. ἀπο-, κατα-, ὑπο-λιμπάνω; not in Hom. exc. as v. l. in Il.11.604 (PTeb.266).

German (Pape)

[Seite 48] = λείπω, im praes. u. impf., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λιμπάνω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ λείπω, Ἱππ. 513, Ἄρατ. 128, Ἰω. Χρυσ.˙ ἀλλαχοῦ εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, κατα-λιμπάνω.

French (Bailly abrégé)

c. λείπω.