παλιμπράτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(6_3)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιμπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = [[παλιγκάπηλος]], Σωκρ. Ἐπιστολ. 1.
|lstext='''πᾰλιμπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = [[παλιγκάπηλος]], Σωκρ. Ἐπιστολ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλιμπράτης]], ὁ (Α)<br />[[μεταπράτης]], [[μεταπωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -[[πράτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πράτης]] <span style="color: red;"><</span> [[πιπράσκω]] «[[πουλώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μετα</i>-[[πράτης]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπράτης Medium diacritics: παλιμπράτης Low diacritics: παλιμπράτης Capitals: ΠΑΛΙΜΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: palimprátēs Transliteration B: palimpratēs Transliteration C: palimpratis Beta Code: palimpra/ths

English (LSJ)

[πρᾱ], ου, ὁ,

   A = παλιγκάπηλος, Socr.Ep.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = παλιγκάπηλος, Σωκρ. Ἐπιστολ. 1.

Greek Monolingual

παλιμπράτης, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πράτης (< πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μετα-πράτης.