στροβελός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6_3)
(38)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στροβελός''': «[[σοβαρός]], [[τρυφερός]]», καὶ «[[σκολιός]], [[καμπύλος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''στροβελός''': «[[σοβαρός]], [[τρυφερός]]», καὶ «[[σκολιός]], [[καμπύλος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α [[στρόβος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[σοβαρός]], [[τρυφερός]]»<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[στροβελόν]]<br />«σκολιόν, καμπύλον».
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 954] = στροβιλός, στρεβλός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στροβελός: «σοβαρός, τρυφερός», καὶ «σκολιός, καμπύλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όν, Α στρόβος
(κατά τον Ησύχ.)
1. «σοβαρός, τρυφερός»
2. (το ουδ.) στροβελόν
«σκολιόν, καμπύλον».