τριχάρακτος: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(6_3) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχάρακτος''': [χᾰ], -ον, ὁ κεχαραγμένος εἰς [[τρία]], Ψευδοκαλλισθένης σ. 4, σημ. 3. | |lstext='''τρῐχάρακτος''': [χᾰ], -ον, ὁ κεχαραγμένος εἰς [[τρία]], Ψευδοκαλλισθένης σ. 4, σημ. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />χαραγμένος ή χωρισμένος στα [[τρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαρακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χαράσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>χάρακτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[χᾰ], ον, (χαράσσω)
A divided in three places, πίναξ τ. ζώναις Ps.-Callisth. 1.4.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχάρακτος: [χᾰ], -ον, ὁ κεχαραγμένος εἰς τρία, Ψευδοκαλλισθένης σ. 4, σημ. 3.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
χαραγμένος ή χωρισμένος στα τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. δι-χάρακτος].