προώδων: Difference between revisions
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(6_4) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προώδων''': «ὁ τοὺς ὀδόντας [[ἐξωτέρω]] ἔχων τοῦ δέοντος» Εὐστ. 1872. 33, Φώτ., Α. Β. 58. 21, πρβλ. [[προόδους]]. | |lstext='''προώδων''': «ὁ τοὺς ὀδόντας [[ἐξωτέρω]] ἔχων τοῦ δέοντος» Εὐστ. 1872. 33, Φώτ., Α. Β. 58. 21, πρβλ. [[προόδους]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν [[προς]] τα έξω, ο [[προόδους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδών]] / [[ὀδούς]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμφ</i>-<i>ώδων</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
= προόδους (q.v.), Phryn.PSp.101 B.
German (Pape)
[Seite 801] = προόδους; Phryn. in B. A. 58 erklärt ἡ προέχουσα εἰς τὸ ἔξω μέρος τοὺς ὀδόντας.
Greek (Liddell-Scott)
προώδων: «ὁ τοὺς ὀδόντας ἐξωτέρω ἔχων τοῦ δέοντος» Εὐστ. 1872. 33, Φώτ., Α. Β. 58. 21, πρβλ. προόδους.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα έξω, ο προόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώδων (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. αμφ-ώδων. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].