ποταμιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6_4)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποταμιαῖος''': -α, -ον, = [[ποτάμιος]], ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
|lstext='''ποταμιαῖος''': -α, -ον, = [[ποτάμιος]], ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />[[ποτάμιος]] («ποταμιαῑα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νωτ</i>-<i>ιαῖος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμιαῖος Medium diacritics: ποταμιαῖος Low diacritics: ποταμιαίος Capitals: ΠΟΤΑΜΙΑΙΟΣ
Transliteration A: potamiaîos Transliteration B: potamiaios Transliteration C: potamiaios Beta Code: potamiai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = ποτάμιος (which is v. l. in Arist.), Arist.Mete.353b28, Ruf.Fr.66.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμιαῖος: -α, -ον, = ποτάμιος, (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ποτάμιος («ποταμιαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].