λαγώειος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_4) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰγώειος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς λαγωόν, Ὀππ. Κυν. 1. 491, 519. | |lstext='''λᾰγώειος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς λαγωόν, Ὀππ. Κυν. 1. 491, 519. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαγώειος]], -εία, -ον (Α) [[λαγώς]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to a hare, Opp.C.1.491, 519.
German (Pape)
[Seite 4] vom Hafen, = λαγῷος; ἀϋτμή, Opp. Cyn. 1, 491; λόχμαι, 519; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγώειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς λαγωόν, Ὀππ. Κυν. 1. 491, 519.
Greek Monolingual
λαγώειος, -εία, -ον (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό.