Κίσσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κίσσιος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.
|lstext='''Κίσσιος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Kissie, <i>en Susiane</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίσσιος Medium diacritics: Κίσσιος Low diacritics: Κίσσιος Capitals: ΚΙΣΣΙΟΣ
Transliteration A: Kíssios Transliteration B: Kissios Transliteration C: Kissios Beta Code: *ki/ssios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.