Διομήδειος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(6_4)
 
(big3_12)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Διομήδειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] τῷ Διομήδει, ἡ Διομήδεια λεγομένη [[ἀνάγκη]], δηλ. [[ἀπόλυτος]], [[ἄφυκτος]] [[ἀνάγκη]], Πλάτ. Πολ. 493D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1029 (περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[Ἀδράστεια]], Πολυδεύκεια, κτλ.), -παρομία ποικίλως ἑρμηνευομένη, ἴδε Σουΐδ. καὶ Παροιμιογρ. ([[ἔνθα]] [[Διομήδειος]] [[ἀνάγκη]]) καὶ Κόντ. ἐν Σωκράτ. Α. σ. 305.
|lstext='''Διομήδειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] τῷ Διομήδει, ἡ Διομήδεια λεγομένη [[ἀνάγκη]], δηλ. [[ἀπόλυτος]], [[ἄφυκτος]] [[ἀνάγκη]], Πλάτ. Πολ. 493D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1029 (περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[Ἀδράστεια]], Πολυδεύκεια, κτλ.), -παρομία ποικίλως ἑρμηνευομένη, ἴδε Σουΐδ. καὶ Παροιμιογρ. ([[ἔνθα]] [[Διομήδειος]] [[ἀνάγκη]]) καὶ Κόντ. ἐν Σωκράτ. Α. σ. 305.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον Clearch.68, Str.2.5.20, 5.1.9, Hsch.]<br />[[de Diomedes]], [[diomedeo]]<br /><b class="num">1</b> Δ. [[ἀνάγκη]] prov. obligación forzosa, fatal Ar.<i>Ec</i>.1029, Pl.<i>R</i>.493d, Clearch.l.c., Hsch., Sud., Δ. ἔπος Sud., <i>Diomedias praeteribo aues</i> en las que se convirtieron los compañeros de Diomedes, Plin.<i>HN</i> 10.126.<br /><b class="num">2</b> geog., plu. ref. a las islas del Adriático hoy llamadas Tremiti αἱ Διομήδειοι νῆσοι Str.ll.cc., αἱ Διομήδειαι νῆσοι Artem.Eph.<i>Geog</i>.45, δύο νῆσοι Διομήδειαι Str.6.3.9, Διομήδειαι νῆσοι εʹ Ptol.<i>Geog</i>.3.1.69, (tb. como subst. sg. [[Διομήδεια]] q.u.).
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Διομήδειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος τῷ Διομήδει, ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. ἀπόλυτος, ἄφυκτος ἀνάγκη, Πλάτ. Πολ. 493D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1029 (περὶ τοῦ τύπου πρβλ. Ἀδράστεια, Πολυδεύκεια, κτλ.), -παρομία ποικίλως ἑρμηνευομένη, ἴδε Σουΐδ. καὶ Παροιμιογρ. (ἔνθα Διομήδειος ἀνάγκη) καὶ Κόντ. ἐν Σωκράτ. Α. σ. 305.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Morfología: [-ος, -ον Clearch.68, Str.2.5.20, 5.1.9, Hsch.]
de Diomedes, diomedeo
1 Δ. ἀνάγκη prov. obligación forzosa, fatal Ar.Ec.1029, Pl.R.493d, Clearch.l.c., Hsch., Sud., Δ. ἔπος Sud., Diomedias praeteribo aues en las que se convirtieron los compañeros de Diomedes, Plin.HN 10.126.
2 geog., plu. ref. a las islas del Adriático hoy llamadas Tremiti αἱ Διομήδειοι νῆσοι Str.ll.cc., αἱ Διομήδειαι νῆσοι Artem.Eph.Geog.45, δύο νῆσοι Διομήδειαι Str.6.3.9, Διομήδειαι νῆσοι εʹ Ptol.Geog.3.1.69, (tb. como subst. sg. Διομήδεια q.u.).