φιλομεῖραξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(6_4)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλομεῖραξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μείρακας, Ἀθήν. 603Ε, Παυσ. 6. 23, 6.
|lstext='''φῐλομεῖραξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μείρακας, Ἀθήν. 603Ε, Παυσ. 6. 23, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-είρακος, ὁ, ἡ, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος) αυτός που αγαπά τους εφήβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μεῖραξ]] «[[νεαρός]], [[έφηβος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομεῖραξ Medium diacritics: φιλομεῖραξ Low diacritics: φιλομείραξ Capitals: ΦΙΛΟΜΕΙΡΑΞ
Transliteration A: philomeîrax Transliteration B: philomeirax Transliteration C: filomeiraks Beta Code: filomei=rac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, = foreg., Ath.13.603e: epith. of Artemis, Paus.6.23.8.

German (Pape)

[Seite 1282] ακος, Knaben liebend; D. L. 4, 40; Ath. XIII, 603.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομεῖραξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μείρακας, Ἀθήν. 603Ε, Παυσ. 6. 23, 6.

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που αγαπά τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μεῖραξ «νεαρός, έφηβος»].