ἀναχελύσσομαι: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_5) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναχελύσσομαι''': ἀποθ. «ξεροβήχω», Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλ. 81, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Γαλην., καὶ Ἐρωτιαν. Λεξ. Ἱππ., [[ἔνθα]] ἴδε τὰς λέξ. ἀναχελεύεται, ἀναχελύνεται (σ. 80 καὶ 432). | |lstext='''ἀναχελύσσομαι''': ἀποθ. «ξεροβήχω», Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλ. 81, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Γαλην., καὶ Ἐρωτιαν. Λεξ. Ἱππ., [[ἔνθα]] ἴδε τὰς λέξ. ἀναχελεύεται, ἀναχελύνεται (σ. 80 καὶ 432). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[expectorar]] Hp. en Sch.Nic.<i>Al</i>.81, cf. Erot.22.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
A cough up, Hp. ap. Sch.Nic.Al.81; expl. as = ἀναπνεῖ, Erot.
German (Pape)
[Seite 215] aufhusten, auswerfen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχελύσσομαι: ἀποθ. «ξεροβήχω», Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλ. 81, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Γαλην., καὶ Ἐρωτιαν. Λεξ. Ἱππ., ἔνθα ἴδε τὰς λέξ. ἀναχελεύεται, ἀναχελύνεται (σ. 80 καὶ 432).
Spanish (DGE)
expectorar Hp. en Sch.Nic.Al.81, cf. Erot.22.5.