προάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(6_5)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προάλλομαι''': ἀποθ., πηδῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τινάσσομαι, Κόϊντ. Σμ. 4. 510, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., [[ἔνθα]] προαλάμενος, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει, «προπηδήσας».
|lstext='''προάλλομαι''': ἀποθ., πηδῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τινάσσομαι, Κόϊντ. Σμ. 4. 510, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., [[ἔνθα]] προαλάμενος, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει, «προπηδήσας».
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πηδώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προάλλομαι Medium diacritics: προάλλομαι Low diacritics: προάλλομαι Capitals: ΠΡΟΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: proállomai Transliteration B: proallomai Transliteration C: proallomai Beta Code: proa/llomai

English (LSJ)

   A spring forward, Q.S.4.510: aor. I part. -αλάμενος Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 706] (s. ἅλλομαι), depon. med., vorspringen; προάλοιτο, Qu. Sm. 4, 510; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

προάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τινάσσομαι, Κόϊντ. Σμ. 4. 510, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα προαλάμενος, ὅπερ ἑρμηνεύει, «προπηδήσας».

Greek Monolingual

Α
πηδώ προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].