βείομαι: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βείομαι''': βείω, ἴδε ἐν λ. [[βέομαι]].
|lstext='''βείομαι''': βείω, ἴδε ἐν λ. [[βέομαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[βέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 441] p. = βέομαι, Il. 22. 431; βείω Il. 6, 113 = βῶ, conj. von ἔβην.

Greek (Liddell-Scott)

βείομαι: βείω, ἴδε ἐν λ. βέομαι.

French (Bailly abrégé)

v. βέομαι.