παραμεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρᾰμεύομαι''': Δωρικ. [[τύπος]] τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι». | |lstext='''παρᾰμεύομαι''': Δωρικ. [[τύπος]] τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=surpasser.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], *ἀμεύομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. form of παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων
A will surpass the beauty of others, Pi.N.11.13 : an Act. form παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰμεύομαι: Δωρικ. τύπος τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι».
French (Bailly abrégé)
surpasser.
Étymologie: παρά, *ἀμεύομαι.