εὔξεαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(6_6)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔξεαι''': Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ [[εὔχομαι]], αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ [[εὔξεαι]] κτλ. Ὀδ. Γ. 45.
|lstext='''εὔξεαι''': Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ [[εὔχομαι]], αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ [[εὔξεαι]] κτλ. Ὀδ. Γ. 45.
}}
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de</i> [[εὔχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

εὔξεαι: Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ εὔχομαι, αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι κτλ. Ὀδ. Γ. 45.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de εὔχομαι.