ἐχόντως: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχόντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἔχω, ἐν τῇ φράσει: [[ἐχόντως]] νοῦν, [[νουνεχόντως]], Πλάτ. Νόμ. 686Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Α. | |lstext='''ἐχόντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἔχω, ἐν τῇ φράσει: [[ἐχόντως]] νοῦν, [[νουνεχόντως]], Πλάτ. Νόμ. 686Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. dans la locut.</i> [[ἐχόντως]] [[νοῦν]] HDT <i>c.</i> [[νουνεχόντως]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv. pres. part. of ἔχω, in phrase ἐ. νοῦν,
A = νουνεχόντως (q.v.), Pl.Lg.686e; ἐχόντως ἑαυτὸν τὸν νοῦν Id.Phlb.64a.
German (Pape)
[Seite 1126] adv. zu ἔχων, nur ἐχόντως νοῦν, = νουνεχόντως, Plat. Legg. III, 686 e, wonach Phil. 64 a gesagt ist ἐμφρόνως καὶ ἐχόντως ἑαυτὸι τὸν νοῦν φήσομεν ἀποκρίνασθαι, verständiger Weise.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἔχω, ἐν τῇ φράσει: ἐχόντως νοῦν, νουνεχόντως, Πλάτ. Νόμ. 686Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Α.
French (Bailly abrégé)
seul. dans la locut. ἐχόντως νοῦν HDT c. νουνεχόντως.
Étymologie: ἔχω.