κατήρης: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατήρης''': -ες, (*ἄρω) ἐξηρτυμένος, ἐφωδιασμένος, ἡτοιμασμένος, χλανιδίοις κ., κεκαλυμμένος, τυλιγμένος, Εὐρ. Ἱκέτ. 110· ὀσμῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 498· δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα (Näke κατῄορα) Ἐμπεδ. 436· [[ἕρπυλλος]] φύλλοισι κατ. Νικ. Θηρ. 69·― ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, εἶχε [[πλοῖον]] κατῆρες ἑτοῖμον, κώπαις ἐξηρτυμένον, εὐήρετμον, Ἡρόδ 8. 21· [[ἀλλά]], ταρσὸς κ., [[κώπη]] [[καλῶς]] ἡρμοσμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 1362. ἴδε Ἕρμανν. καὶ πρβλ. [[εὐήρης]]. | |lstext='''κατήρης''': -ες, (*ἄρω) ἐξηρτυμένος, ἐφωδιασμένος, ἡτοιμασμένος, χλανιδίοις κ., κεκαλυμμένος, τυλιγμένος, Εὐρ. Ἱκέτ. 110· ὀσμῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 498· δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα (Näke κατῄορα) Ἐμπεδ. 436· [[ἕρπυλλος]] φύλλοισι κατ. Νικ. Θηρ. 69·― ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, εἶχε [[πλοῖον]] κατῆρες ἑτοῖμον, κώπαις ἐξηρτυμένον, εὐήρετμον, Ἡρόδ 8. 21· [[ἀλλά]], ταρσὸς κ., [[κώπη]] [[καλῶς]] ἡρμοσμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 1362. ἴδε Ἕρμανν. καὶ πρβλ. [[εὐήρης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />tout garni : [[πλοῖον]] κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος [[κατήρης]] EUR rame bien ajustée.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], *ἄρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω)
A fitted out, furnished with, χλανιδίοις E. Supp.110; ὀσμῇ Id.El.498; δένδρεα . . καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα cj. in Emp.78; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. Nic.Th.69; esp. of ships, furnished with oars, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον had a rowing boat ready, Hdt.8.21; but ταρσὸς κ. a well-fitted oar, E.IT1346.
German (Pape)
[Seite 1401] ες (ἄρω), ausgerüstet, versehen womit; χλανιδίοις, damit verhüllt, Eur. Suppl. 122; bes. von Fahrzeugen, mit Rudern versehen, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον Her. 8, 21; κατήρει ταρσῷ, vom Ruder, Eur. I. T. 1346; übertr., παλαιόν τε θησαύρισμα Διονύσου τόδε ὀσμῇ κατῆρες El. 493; λασίοισιν ἀεὶ φύλλοισι κατήρης Nic. Th. 69.
Greek (Liddell-Scott)
κατήρης: -ες, (*ἄρω) ἐξηρτυμένος, ἐφωδιασμένος, ἡτοιμασμένος, χλανιδίοις κ., κεκαλυμμένος, τυλιγμένος, Εὐρ. Ἱκέτ. 110· ὀσμῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 498· δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα (Näke κατῄορα) Ἐμπεδ. 436· ἕρπυλλος φύλλοισι κατ. Νικ. Θηρ. 69·― ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον, κώπαις ἐξηρτυμένον, εὐήρετμον, Ἡρόδ 8. 21· ἀλλά, ταρσὸς κ., κώπη καλῶς ἡρμοσμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 1362. ἴδε Ἕρμανν. καὶ πρβλ. εὐήρης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
tout garni : πλοῖον κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος κατήρης EUR rame bien ajustée.
Étymologie: κατά, *ἄρω.