δακνώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰκνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) δάκνων, [[δηκτικός]], [[ἐρεθιστικός]], ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ. | |lstext='''δᾰκνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) δάκνων, [[δηκτικός]], [[ἐρεθιστικός]], ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />mordant, piquant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.
German (Pape)
[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.