κωνοειδής: Difference between revisions
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
(6_7) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωνοειδής''': -ές, [[κωνικός]], [[σκίασμα]] Δίων Κ. 60. 26· σκιὰ Διογ. Λ. 7. 144· τὸ κ., ὅμοιον κώνῳ, Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 901Ε, Διογ. Λ. 7. 157. | |lstext='''κωνοειδής''': -ές, [[κωνικός]], [[σκίασμα]] Δίων Κ. 60. 26· σκιὰ Διογ. Λ. 7. 144· τὸ κ., ὅμοιον κώνῳ, Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 901Ε, Διογ. Λ. 7. 157. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[κωνοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κώνου, [[κωνικός]] («τῆς γῆς [[σκίασμα]] κωνοειδές», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[περιεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κωνοειδές</i><br />το κωναριο(ν), η [[επίφυση]] του εγκεφάλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωνοειδῶς</i> (Α)<br />με [[σχήμα]] κώνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A conical, σχῆμα Archim.Con.Sph.Praef., al., Ph.Bel. 86.51; of the creative fire, Cleanth.Stoic.1.111; of the apex of the Roman flamen, D.H.2.70; σκιά Cleom.2.2, etc.; σκίασμα D.C.60.26; τὸ κ. conoid, Archim.Con.Sph.Praef., etc. Adv. -δῶς Placit.4.15.3, Cleom.2.2, Phlp.in de An.140.34. II metaph., concise, pointed, ἑρμηνεία συνεστραμμένη καὶ οἷον εἰπεῖν κ. Corn.Rh.p.387 H. III neut. -ειδές, τό, = κωνάριον 11, Gal.2.723 (but κ. μόριον odontoid process of the second vertebra, 2.461).
German (Pape)
[Seite 1546] ές, kegelförmig; Plut. de plac. phil. 2, 14; D. L. 7, 144; D. Cass. 60, 26 u. a. Sp. – Adv., Plut. de plac. phil. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κωνοειδής: -ές, κωνικός, σκίασμα Δίων Κ. 60. 26· σκιὰ Διογ. Λ. 7. 144· τὸ κ., ὅμοιον κώνῳ, Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 901Ε, Διογ. Λ. 7. 157.
Greek Monolingual
-ές (Α κωνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κώνου, κωνικός («τῆς γῆς σκίασμα κωνοειδές», Διόδ.)
αρχ.
1. σύντομος, περιεκτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κωνοειδές
το κωναριο(ν), η επίφυση του εγκεφάλου.
επίρρ...
κωνοειδῶς (Α)
με σχήμα κώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + -ειδής].