ἡμεροφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
(6_7)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμεροφᾰνής''': -ές, [[ὁρατός]] ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἄστρον Ὅρ. Πλάτ. 411 Α, Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 14.
|lstext='''ἡμεροφᾰνής''': -ές, [[ὁρατός]] ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἄστρον Ὅρ. Πλάτ. 411 Α, Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροφανής]], -ές (Α)<br />[[ορατός]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>ε</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>φανής</i>, <i>πασι</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1166] ές, dasselbe, Arist. Top. 6, 4 nach Plat. defin. 411 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροφᾰνής: -ές, ὁρατός ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἄστρον Ὅρ. Πλάτ. 411 Α, Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 14.

Greek Monolingual

ἡμεροφανής, -ές (Α)
ορατός κατά τη διάρκεια της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + φανής (< θ. φαν- πρβλ. ε-φάν-ην, παθ. αόρ. του φαίνω), πρβλ. επι-φανής, πασι-φανής].