ἀποδεής: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδεής''': -ές, (δέω) ὁ ἀποδέων, ὁ μὴ [[πλήρης]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 215, Πλούτ., κλ. [[ναῦς]] [[ἀποδεής]], ἡ μὴ ἔχουσα τέλειον [[πλήρωμα]] ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. Ἀντών. 62. | |lstext='''ἀποδεής''': -ές, (δέω) ὁ ἀποδέων, ὁ μὴ [[πλήρης]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 215, Πλούτ., κλ. [[ναῦς]] [[ἀποδεής]], ἡ μὴ ἔχουσα τέλειον [[πλήρωμα]] ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. Ἀντών. 62. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />à quoi il manque qch, non rempli, incomplet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (δέω B)
A empty, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, Plu.2.967a; ναῦς ἀ. not fully manned, Id.Ant.62: metaph. of persons, Id.2.473e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεής: -ές, (δέω) ὁ ἀποδέων, ὁ μὴ πλήρης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 215, Πλούτ., κλ. ναῦς ἀποδεής, ἡ μὴ ἔχουσα τέλειον πλήρωμα ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. Ἀντών. 62.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à quoi il manque qch, non rempli, incomplet.
Étymologie: ἀπό, δέομαι.