ὑπερπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_7)
(43)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερπληθής''': -ές, ἀφθονώτατος, πολυπληθέστατος, [[τριχίας]] δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ [[δεῖπνον]] ἡκούσας ὑπερπληθεῖς Νικοχάρης ἐν «Λημνίοις» 1· ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς, πράξας πλημμελήματα ἢ κακὰ ἀναρίθμητα, Δημ. 802. 25. - (Τὰ Ἀντίγραφ. ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς διαφ. γραφ. ὑπερπλήθης καὶ [[ὑπερπληθής]]).
|lstext='''ὑπερπληθής''': -ές, ἀφθονώτατος, πολυπληθέστατος, [[τριχίας]] δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ [[δεῖπνον]] ἡκούσας ὑπερπληθεῖς Νικοχάρης ἐν «Λημνίοις» 1· ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς, πράξας πλημμελήματα ἢ κακὰ ἀναρίθμητα, Δημ. 802. 25. - (Τὰ Ἀντίγραφ. ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς διαφ. γραφ. ὑπερπλήθης καὶ [[ὑπερπληθής]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑπερπληθής]], -ές, ΝΜΑ<br />υπέρμετρα [[πολυπληθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐμ</i>-<i>πληθής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπληθής Medium diacritics: ὑπερπληθής Low diacritics: υπερπληθής Capitals: ΥΠΕΡΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: hyperplēthḗs Transliteration B: hyperplēthēs Transliteration C: yperplithis Beta Code: u(perplhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A superabundant, Nicoch.11; ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς having done more than enough misdeeds, v.l. for παμπληθῆ in D.26.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπληθής: -ές, ἀφθονώτατος, πολυπληθέστατος, τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς Νικοχάρης ἐν «Λημνίοις» 1· ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς, πράξας πλημμελήματα ἢ κακὰ ἀναρίθμητα, Δημ. 802. 25. - (Τὰ Ἀντίγραφ. ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς διαφ. γραφ. ὑπερπλήθης καὶ ὑπερπληθής).

Greek Monolingual

-ές / ὑπερπληθής, -ές, ΝΜΑ
υπέρμετρα πολυπληθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. ἐμ-πληθής].