τριχίας
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A one that is hairy, Poll.4.148 sq.
II a smaller kind of τριχίς, Arist.HA598b12, Mnesim.4.38 (anap.), Dorio ap.Ath. 7.328e.
III an unlucky throw of the dice, Poll.7.204.
German (Pape)
1 ὁ, der Haarige, Behaarte, Poll. 4.148.
2 ὁ, = τριχίς; Arist. H.A. 8.13; Dorio und Nicochar. bei Ath. VII.328e; Poll. 2.24.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχίας: ου ὁ Arst. = τριχίς.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχίας: -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... κάτω τριχίας ἢ κάτω τετριχωμένος» Πολυδ. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον εἶδος τοῦ ἰχθύος τριχίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, Πολυδ. Ζ΄, 204.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
είδος μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή φρίσσα
αρχ.
1. τριχωτός, μαλλιαρός
2. μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο παιχνίδι κυβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρίας)].