κλαδώδης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλᾰδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544.
|lstext='''κλᾰδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαδώδης]], -ῶδες (Α) [[κλάδος]] (Ι)]<br />αυτός που έχει άφθονα κλαδιά.
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδώδης Medium diacritics: κλαδώδης Low diacritics: κλαδώδης Capitals: ΚΛΑΔΩΔΗΣ
Transliteration A: kladṓdēs Transliteration B: kladōdēs Transliteration C: kladodis Beta Code: kladw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A with many κλάδοι, Sch.Nic.Th.544, Eust.1634.26.

German (Pape)

[Seite 1445] ες, voll junger Zweige, äftig, Schol. Nic. Th. 544.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544.

Greek Monolingual

κλαδώδης, -ῶδες (Α) κλάδος (Ι)]
αυτός που έχει άφθονα κλαδιά.