ἐμπεδής: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(6_7) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπεδής''': -ές, = [[ἔμπεδος]], Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐπίρρ. ἐμπεδῶς, διηνεκῶς, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 20, Ἰων. ἐμπεδέως σκόλια παρ’ Ἀθην. 695Ε. | |lstext='''ἐμπεδής''': -ές, = [[ἔμπεδος]], Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐπίρρ. ἐμπεδῶς, διηνεκῶς, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 20, Ἰων. ἐμπεδέως σκόλια παρ’ Ἀθην. 695Ε. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> [[fijado al suelo con firmeza]], [[estable]]de Hades <i>Trag.Adesp</i>.208.<br /><b class="num">II</b> adv. -έως, -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[invariablemente]] τωὐτὸν ἔχουσ' ἐ. [[ἔθος]] <i>Carm.Conu</i>.22.<br /><b class="num">2</b> [[sin interrupción]] ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐμπεδῶς Plb.2.19.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,= ἔμπεδος, Trag.Adesp.208. Adv. Ion.
A ἐμπεδέως Scol.25.
German (Pape)
[Seite 811] ές, Hesych., = ἔμπεδος. – Adv. ἐμπεδέως, Scol. bei Ath. XV, 695 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδής: -ές, = ἔμπεδος, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐπίρρ. ἐμπεδῶς, διηνεκῶς, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 20, Ἰων. ἐμπεδέως σκόλια παρ’ Ἀθην. 695Ε.
Spanish (DGE)
-ές
I fijado al suelo con firmeza, establede Hades Trag.Adesp.208.
II adv. -έως, -ῶς
1 invariablemente τωὐτὸν ἔχουσ' ἐ. ἔθος Carm.Conu.22.
2 sin interrupción ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐμπεδῶς Plb.2.19.1.