ὀνοειδής: Difference between revisions
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6_7) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς [[αὐτόθι]] 304, 369. | |lstext='''ὀνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς [[αὐτόθι]] 304, 369. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνοειδής]], -ές (Α) [[όνος]]<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με όνο. Επίρ. <i>ὀνοειδῶς</i> (Α)<br />σαν όνος, σαν γαϊδούρι. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of the ass kind, EM220.32.
German (Pape)
[Seite 348] ές, eselartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοειδής: -ές, ὅμοιος ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς αὐτόθι 304, 369.
Greek Monolingual
ὀνοειδής, -ές (Α) όνος
αυτός που είναι όμοιος με όνο. Επίρ. ὀνοειδῶς (Α)
σαν όνος, σαν γαϊδούρι.