πηρομελής: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6_7) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηρομελής''': -ές, ὁ ἔχων τὰ [[μέλη]] πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40. | |lstext='''πηρομελής''': -ές, ὁ ἔχων τὰ [[μέλη]] πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πηρομέλεια, [[δυσμορφία]] ενός μέλους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] «[[ανάπηρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μελής]], <i>περισσο</i>-[[μελής]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A disabled in the limbs, maimed, Epigr. ap. D.L.5.40.
German (Pape)
[Seite 611] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im Ggstz von ἄπηρος.
Greek (Liddell-Scott)
πηρομελής: -ές, ὁ ἔχων τὰ μέλη πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους του σώματος
αρχ.
αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο-μελής, περισσο-μελής].