ἀπενθής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπενθής''': -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων [[πένθος]], θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, [[ἠύτε]] νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ. | |lstext='''ἀπενθής''': -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων [[πένθος]], θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, [[ἠύτε]] νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />exempt de deuil.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πένθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A free from grief, A.Pr.956; νεβρός B.12.87; θυμός Fr.7.2, cf. Plu.Flam.11, Tryph.599.
German (Pape)
[Seite 286] ές (πένθος), ohne Trauer, Πέργαμα Aesch. Prom. 962; Sp., wie Plut. C. Graech. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπενθής: -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων πένθος, θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, ἠύτε νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
exempt de deuil.
Étymologie: ἀ, πένθος.