νυκτικρυφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτικρῠφής''': -ές, ὁ κρυπτόμενος τὴν νύκτα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9.
|lstext='''νυκτικρῠφής''': -ές, ὁ κρυπτόμενος τὴν νύκτα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτικρυφής]], -ές (Α)<br />αυτός που κρύβεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> κρυφής (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυφ</i>- του [[κρύπτω]], <b>πρβλ.</b> [[κρυφός]])].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐκρῠφής Medium diacritics: νυκτικρυφής Low diacritics: νυκτικρυφής Capitals: ΝΥΚΤΙΚΡΥΦΗΣ
Transliteration A: nyktikryphḗs Transliteration B: nyktikryphēs Transliteration C: nyktikryfis Beta Code: nuktikrufh/s

English (LSJ)

ές,

   A hidden by night, Arist.Metaph.1040a31.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτικρῠφής: -ές, ὁ κρυπτόμενος τὴν νύκτα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9.

Greek Monolingual

νυκτικρυφής, -ές (Α)
αυτός που κρύβεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + κρυφής (< θ. κρυφ- του κρύπτω, πρβλ. κρυφός)].