νεφομήκης: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(6_8)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεφομήκης''': -ες, φθάνων [[μέχρι]] τῶν νεφῶν, Καισάρ. 1004.
|lstext='''νεφομήκης''': -ες, φθάνων [[μέχρι]] τῶν νεφῶν, Καισάρ. 1004.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεφομήκης]], -ες (Α)<br />αυτός που φτάνει ώς τα σύννεφα, του οποίου το ύψος φτάνει στα σύννεφα («νεφομήκεις πύργοι», Καισάρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ουρανο</i>-<i>μήκης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεφομήκης: -ες, φθάνων μέχρι τῶν νεφῶν, Καισάρ. 1004.

Greek Monolingual

νεφομήκης, -ες (Α)
αυτός που φτάνει ώς τα σύννεφα, του οποίου το ύψος φτάνει στα σύννεφα («νεφομήκεις πύργοι», Καισάρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο-μήκης].