λαμπροφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(6_8)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπροφᾰνής''': -ές, φαινόμενος [[λαμπρός]], Ἰω. Λυδ. 181. 21.
|lstext='''λαμπροφᾰνής''': -ές, φαινόμενος [[λαμπρός]], Ἰω. Λυδ. 181. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπροφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται με [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- του [[φαίνω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αληθο</i>-<i>φανής</i>, <i>ευλογο</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπροφανής Medium diacritics: λαμπροφανής Low diacritics: λαμπροφανής Capitals: ΛΑΜΠΡΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: lamprophanḗs Transliteration B: lamprophanēs Transliteration C: lamprofanis Beta Code: lamprofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A appearing brilliant, Paul.Al.N.2, Lyd. Mag.2.16.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροφᾰνής: -ές, φαινόμενος λαμπρός, Ἰω. Λυδ. 181. 21.

Greek Monolingual

λαμπροφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω, πρβλ. -φάν-ην), πρβλ. αληθο-φανής, ευλογο-φανής].