νεοκλαδής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(6_7)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοκλαδής''': -ές, ὁ ἔχων νέους κλάδους, Χοιροβ. 1. 55.
|lstext='''νεοκλαδής''': -ές, ὁ ἔχων νέους κλάδους, Χοιροβ. 1. 55.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοκλαδής]], -ές και νεόκλαδος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει νέα κλαδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλαδής</i> / -<i>κλαδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλάδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>κλαδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκλᾰδής Medium diacritics: νεοκλαδής Low diacritics: νεοκλαδής Capitals: ΝΕΟΚΛΑΔΗΣ
Transliteration A: neokladḗs Transliteration B: neokladēs Transliteration C: neokladis Beta Code: neokladh/s

English (LSJ)

ές,

   A with new branches, Hdn.Gr.2.683.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκλαδής: -ές, ὁ ἔχων νέους κλάδους, Χοιροβ. 1. 55.

Greek Monolingual

νεοκλαδής, -ές και νεόκλαδος, -ον (Α)
αυτός που έχει νέα κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κλαδής / -κλαδος (< κλάδος), πρβλ. πολυ-κλαδής].