ἐμπειρέω: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6_8)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπειρέω''': ἔχω πεῖραν ἔν τινι πράγματι, ἔχω γνῶσιν πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς χώρας Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ.· τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ Ἑβδ. (Τωβὶτ 5. 6).
|lstext='''ἐμπειρέω''': ἔχω πεῖραν ἔν τινι πράγματι, ἔχω γνῶσιν πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς χώρας Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ.· τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ Ἑβδ. (Τωβὶτ 5. 6).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ser experto, conocedor]] c. gen. τῆς χώρας Plb.3.78.6, cf. 8.15.4, τῆς ὁδοῦ LXX <i>To</i>.5.4S.
}}
}}

Revision as of 12:00, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπειρέω Medium diacritics: ἐμπειρέω Low diacritics: εμπειρέω Capitals: ΕΜΠΕΙΡΕΩ
Transliteration A: empeiréō Transliteration B: empeireō Transliteration C: empeireo Beta Code: e)mpeire/w

English (LSJ)

   A to be experienced in, have knowledge of, c. gen. rei, τῆς χώρας Plb.3.78.6, etc.; τῆς ὁδοῦ LXXTo.5.6.

German (Pape)

[Seite 811] erfahren, kundig sein; τῆς χώρας, Pol. 3, 78, 6; τῶν τόπων 8, 17, 4; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειρέω: ἔχω πεῖραν ἔν τινι πράγματι, ἔχω γνῶσιν πράγματός τινος, μετὰ γεν. πράγμ., τῆς χώρας Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ.· τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ Ἑβδ. (Τωβὶτ 5. 6).

Spanish (DGE)

ser experto, conocedor c. gen. τῆς χώρας Plb.3.78.6, cf. 8.15.4, τῆς ὁδοῦ LXX To.5.4S.