συγκοίμησις: Difference between revisions
From LSJ
ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκοίμησις''': -εως, ἡ, τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι [[ὁμοῦ]], ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13. | |lstext='''συγκοίμησις''': -εως, ἡ, τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι [[ὁμοῦ]], ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de coucher avec.<br />'''Étymologie:''' [[συγκοιμάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a sleeping together, lying with, ἡ τῶν γυναικῶν σ. Pl.R.460b, cf. Phdr.255e; μετὰ τῶν ἐραστῶν D.C.79.13.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das Zusammen- od. Miteinanderschlafen, der Beischlaf; Plat. Phaedr. 255 e Rep. V, 460 b; μετά τινος, D. C. 79, 13.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοίμησις: -εως, ἡ, τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι ὁμοῦ, ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de coucher avec.
Étymologie: συγκοιμάομαι.