ἀπφύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπφύς''': ἢ ἀπφῦς, (Α. Β. 857), γεν. -ύος, ὁ, [[λέξις]] ἀγάπης καὶ τρυφερότητος λεγομένη ἐκ μέρους τῶν τέκνων πρὸς τὸν πατέρα, Ἑβραϊστὶ Ἀββᾶ, Θεόκρ. 15. 14· πρβλ. ἀπφὰ ἐν τέλει.
|lstext='''ἀπφύς''': ἢ ἀπφῦς, (Α. Β. 857), γεν. -ύος, ὁ, [[λέξις]] ἀγάπης καὶ τρυφερότητος λεγομένη ἐκ μέρους τῶν τέκνων πρὸς τὸν πατέρα, Ἑβραϊστὶ Ἀββᾶ, Θεόκρ. 15. 14· πρβλ. ἀπφὰ ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br />papa <i>mot d’enfant</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀπφά]], [[ἄπφα]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 341] ύος, ὁ, in B. A. 857, 7 ἀπφῦς accentuirt, schmeichelnder Name, den lallende Kinder dem Vater geben, Papa, nur nom. u. accus., Theocr. 15, 13. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπφύς: ἢ ἀπφῦς, (Α. Β. 857), γεν. -ύος, ὁ, λέξις ἀγάπης καὶ τρυφερότητος λεγομένη ἐκ μέρους τῶν τέκνων πρὸς τὸν πατέρα, Ἑβραϊστὶ Ἀββᾶ, Θεόκρ. 15. 14· πρβλ. ἀπφὰ ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
papa mot d’enfant.
Étymologie: cf. ἀπφά, ἄπφα.