οὐρανίζω: Difference between revisions
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
(6_9) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐρᾰνίζω''': ἢ -ίζομαι, [[φθάνω]] μέχρις οὐρανοῦ, «οὐρανιζέτω: πρὸς τὸν οὐρανὸν διικνείσθω, Αἰσχύλος» Φώτ. - [[οὐρανίζω]], [[ῥίπτω]] σφαῖραν ὑψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανόν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[οὐρανίαν]]. | |lstext='''οὐρᾰνίζω''': ἢ -ίζομαι, [[φθάνω]] μέχρις οὐρανοῦ, «οὐρανιζέτω: πρὸς τὸν οὐρανὸν διικνείσθω, Αἰσχύλος» Φώτ. - [[οὐρανίζω]], [[ῥίπτω]] σφαῖραν ὑψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανόν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[οὐρανίαν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐρανίζω]] ή [[οὐρανίζομαι]] (Α) [[ουρανός]]<br />[[φθάνω]] [[μέχρι]] τον ουρανό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
or οὐρᾰν-ίζομαι,
A reach to heaven, A.Fr.436.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνίζω: ἢ -ίζομαι, φθάνω μέχρις οὐρανοῦ, «οὐρανιζέτω: πρὸς τὸν οὐρανὸν διικνείσθω, Αἰσχύλος» Φώτ. - οὐρανίζω, ῥίπτω σφαῖραν ὑψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανόν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐρανίαν.
Greek Monolingual
οὐρανίζω ή οὐρανίζομαι (Α) ουρανός
φθάνω μέχρι τον ουρανό.