λευκηπατίας: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_9) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκηπᾰτίας''': ἢ λευχηπᾰτίας, ου, ὁ, ἔχων λευκὸν τὸ [[ἧπαρ]], δηλ. [[δειλός]], Παροιμιογρ., Σουΐδ. Α. Β. 51. | |lstext='''λευκηπᾰτίας''': ἢ λευχηπᾰτίας, ου, ὁ, ἔχων λευκὸν τὸ [[ἧπαρ]], δηλ. [[δειλός]], Παροιμιογρ., Σουΐδ. Α. Β. 51. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκηπατίας]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λευχηπατίας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
or λευχηπᾰτίας, ου, ὁ,
A white-livered, i.e. cowardly, Com.Adesp.1072.
German (Pape)
[Seite 33] ὁ, oder richtiger λευχηπατίας, mit weißer Leber, d. i. furchtsam, verzagt, Zenob. 4, 87; Phryn. in B. A. erkl. εὐήθης.
Greek (Liddell-Scott)
λευκηπᾰτίας: ἢ λευχηπᾰτίας, ου, ὁ, ἔχων λευκὸν τὸ ἧπαρ, δηλ. δειλός, Παροιμιογρ., Σουΐδ. Α. Β. 51.
Greek Monolingual
λευκηπατίας, ὁ (Α)
βλ. λευχηπατίας.