ἐπήριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_9)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπήριστος''': ἢ -ῐτος, ον, ([[ἐρίζω]]), [[περιμάχητος]], Εὐστ. 725. 16., 1962. 7.
|lstext='''ἐπήριστος''': ἢ -ῐτος, ον, ([[ἐρίζω]]), [[περιμάχητος]], Εὐστ. 725. 16., 1962. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπήριστος]], -ον (Μ)<br />αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει [[έρις]] ή [[άμιλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ερίζω]] «[[φιλονεικώ]]»), το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήριστος Medium diacritics: ἐπήριστος Low diacritics: επήριστος Capitals: ΕΠΗΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epḗristos Transliteration B: epēristos Transliteration C: epiristos Beta Code: e)ph/ristos

English (LSJ)

or ἐπηρέμ-ῐτος, ον, (ἐρίζω)

   A contended for, coined by Eust.725.16, 1962.7, to expl. Ἐπήριτος (v. Ἐπάριτοι).

German (Pape)

[Seite 921] u. ἐπήριτος, bestritten, streitig, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήριστος: ἢ -ῐτος, ον, (ἐρίζω), περιμάχητος, Εὐστ. 725. 16., 1962. 7.

Greek Monolingual

ἐπήριστος, -ον (Μ)
αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εριστός (< ερίζω «φιλονεικώ»), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].