προσφυή: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(6_9) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφυή''': ἡ, ([[προσφύω]]) = [[πρόσφυσις]] ΙΙ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 8. | |lstext='''προσφυή''': ἡ, ([[προσφύω]]) = [[πρόσφυσις]] ΙΙ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[προσφύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ προσφυαί</i><br />υπεράριθμα δόντια<br /><b>αρχ.</b><br />(αμφβλ. γρφ.) [[πρόσφυση]], [[προσκόλληση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (προσφύω)
A = πρόσφυσις 11, dub. in Arist.HA528a33. 2 pl., supernumerary teeth, Hippiatr.95.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, = πρόσφυσις, Arist. H. A. 4, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσφυή: ἡ, (προσφύω) = πρόσφυσις ΙΙ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 8.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προσφύω
μσν.
στον πληθ. αἱ προσφυαί
υπεράριθμα δόντια
αρχ.
(αμφβλ. γρφ.) πρόσφυση, προσκόλληση.