λοιγίστρια: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(6_9) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοιγίστρια''': ἡ, (λοιγὸς) καταστροφὴν φέρουσα, ὀλεθρία, «ὀλοθρεύτρια» Ἡσύχ. | |lstext='''λοιγίστρια''': ἡ, (λοιγὸς) καταστροφὴν φέρουσα, ὀλεθρία, «ὀλοθρεύτρια» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοιγίστρια]] (Α) [[λοιγός]] (I)]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀλοθρεύτρια». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ὀλοθρεύτρια, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λοιγίστρια: ἡ, (λοιγὸς) καταστροφὴν φέρουσα, ὀλεθρία, «ὀλοθρεύτρια» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λοιγίστρια (Α) λοιγός (I)]
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλοθρεύτρια».