γλία: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(6_9) |
(big3_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλία''': ἡ, [[κόλλα]], Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· [[γλήνη]] παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41. | |lstext='''γλία''': ἡ, [[κόλλα]], Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· [[γλήνη]] παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[cola]], [[goma]] Hsch., Eust.1560.32, <i>EM</i> 234.24G., cf. [[γλοιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A glue, EM234.24, Suid.; cf. γλοιός.
Greek (Liddell-Scott)
γλία: ἡ, κόλλα, Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· γλήνη παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cola, goma Hsch., Eust.1560.32, EM 234.24G., cf. γλοιός.