ἀράχιδνα: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(6_9) |
(1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀράχιδνα''': ἡ, [[εἶδος]] ὀσπρίου, ἄρακος, [[βῖκος]], «ἀρακᾶς», ἢ [[ἴσως]] ὁ ἐπιστημονικῶς καλούμενος [[λάθυρος]] [[ἀμφίκαρπος]], Θεοφρ. Ἰστ. Φ. 1. 1, 7. | |lstext='''ἀράχιδνα''': ἡ, [[εἶδος]] ὀσπρίου, ἄρακος, [[βῖκος]], «ἀρακᾶς», ἢ [[ἴσως]] ὁ ἐπιστημονικῶς καλούμενος [[λάθυρος]] [[ἀμφίκαρπος]], Θεοφρ. Ἰστ. Φ. 1. 1, 7. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[ἄρακος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A ground-pease, Lathyrus amphicarpos, Thphr.HP1.1.7, 1.6.12.
German (Pape)
[Seite 344] ἡ, eine Hülsenfrucht, s. ἄρακος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράχιδνα: ἡ, εἶδος ὀσπρίου, ἄρακος, βῖκος, «ἀρακᾶς», ἢ ἴσως ὁ ἐπιστημονικῶς καλούμενος λάθυρος ἀμφίκαρπος, Θεοφρ. Ἰστ. Φ. 1. 1, 7.
Frisk Etymological English
See also: ἄρακος