κερασία: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(6_10)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερασία''': ἡ, ἡ [[δόσις]] τοῦ ποτηρίου [[ὅπως]] πίῃ τις, κατὰ δὲ τὴν κερασίαν πιόντος τοῦ βασιλέως λέγουσιν οἱ βουκάλιοι Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 371, 7.
|lstext='''κερασία''': ἡ, ἡ [[δόσις]] τοῦ ποτηρίου [[ὅπως]] πίῃ τις, κατὰ δὲ τὴν κερασίαν πιόντος τοῦ βασιλέως λέγουσιν οἱ βουκάλιοι Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 371, 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερασία]], ἡ (Μ)<br />η [[προσφορά]] ποτηριού γεμάτου [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> -<i>κέρασις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1421] ἡ, dasselbe, nach Moeris hellenistisch für das attische κέρασος.

Greek (Liddell-Scott)

κερασία: ἡ, ἡ δόσις τοῦ ποτηρίου ὅπως πίῃ τις, κατὰ δὲ τὴν κερασίαν πιόντος τοῦ βασιλέως λέγουσιν οἱ βουκάλιοι Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 371, 7.

Greek Monolingual

κερασία, ἡ (Μ)
η προσφορά ποτηριού γεμάτου κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κέρασις (< κεράννυμι) + κατάλ. -ία].