κρησέρα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρησέρα''': ἡ, καὶ νῦν «κρησάρα», «σίτα», «πυκνάδα», [[κόσκινον]] λεπτόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 991· πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ., [[Πολυδ]]. Ϛʹ, 74., Ιʹ, 114· ‒ ὑποκορ. κρησέριον, τό, [[Πολυδ]]., Ζωναρ. 1256. ΙΙ. [[λεπτὸν]] ἁλιευτικὸν [[δίκτυον]], Φώτ.
|lstext='''κρησέρα''': ἡ, καὶ νῦν «κρησάρα», «σίτα», «πυκνάδα», [[κόσκινον]] λεπτόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 991· πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ., [[Πολυδ]]. Ϛʹ, 74., Ιʹ, 114· ‒ ὑποκορ. κρησέριον, τό, [[Πολυδ]]., Ζωναρ. 1256. ΙΙ. [[λεπτὸν]] ἁλιευτικὸν [[δίκτυον]], Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρησέρα]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κρησάρα]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρησέρα Medium diacritics: κρησέρα Low diacritics: κρησέρα Capitals: ΚΡΗΣΕΡΑ
Transliteration A: krēséra Transliteration B: krēsera Transliteration C: krisera Beta Code: krhse/ra

English (LSJ)

ἡ, Ion. κρησέρη, Elean κραἅρα (q. v.),

   A flour-sieve, bolting-sieve, Hp.Steril.222 (but expld. as a straining-cloth by Erot.), Ar.Ec.991, Gal.Nat.Fac.2.3, Aret.CA1.4, Poll.6.74:—Dim. κρησέρ-ιον, τό, Id.10.114, Zonar.    II fine net for fishing, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

κρησέρα: ἡ, καὶ νῦν «κρησάρα», «σίτα», «πυκνάδα», κόσκινον λεπτόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 991· πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ., Πολυδ. Ϛʹ, 74., Ιʹ, 114· ‒ ὑποκορ. κρησέριον, τό, Πολυδ., Ζωναρ. 1256. ΙΙ. λεπτὸν ἁλιευτικὸν δίκτυον, Φώτ.

Greek Monolingual

κρησέρα, ἡ (Α)
βλ. κρησάρα.