πιλητός: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῑλητός''': -ή, -όν, ([[πιλέω]]) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. [[πιλωτός]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπερ]] [[ὅταν]] πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν [[σχῆμα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23. | |lstext='''πῑλητός''': -ή, -όν, ([[πιλέω]]) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. [[πιλωτός]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπερ]] [[ὅταν]] πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν [[σχῆμα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />fait de laine foulée.<br />'''Étymologie:''' [[πιλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A made of felt, κτήματα Pl.Ti.74b, Gal.UP6.4; στολαί Agatharch.20; φοινικίδες D.S.17.115; θώρακες Anon. ap. Suid. s.v. πίλοις. II generally, compressible, Arist.Mete.385a17, 387a15.
German (Pape)
[Seite 615] 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλητός: -ή, -όν, (πιλέω) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. πιλωτός. ΙΙ. καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων ἅπερ ὅταν πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν σχῆμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de laine foulée.
Étymologie: πιλέω.