δερματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(6_10)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δερματικός''': -ή, -όν, ἐκ δέρματος, [[ὅμοιος]] δορᾷ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 5, Γεν. Ζ. 1. 12, 2, κτλ. ΙΙ. δερματικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, τὰ χρήματα τὰ εἰσπραττόμενα ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν δορῶν τῶν θυσιαζομένων ζῴων, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 5, 27, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ.
|lstext='''δερματικός''': -ή, -όν, ἐκ δέρματος, [[ὅμοιος]] δορᾷ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 5, Γεν. Ζ. 1. 12, 2, κτλ. ΙΙ. δερματικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, τὰ χρήματα τὰ εἰσπραττόμενα ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν δορῶν τῶν θυσιαζομένων ζῴων, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 5, 27, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[de piel]], [[dérmico]], [[membranoso]] ἔστι δ' ὑμὴν δ. ἡ μῆνιγξ Arist.<i>HA</i> 495<sup>a</sup>8, de los párpados de los animales, Arist.<i>PA</i> 657<sup>b</sup>33, de las alas de los insectos, Arist.<i>PA</i> 682<sup>b</sup>19, σκέπη δ. envoltura cutánea</i> Arist.<i>GA</i> 719<sup>b</sup>5, de la piel de la bellota o la castaña, Thphr.<i>HP</i> 1.11.3, cf. <i>CP</i> 1.7.3, 1.19.2.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. (<i>sc</i>. [[ἀργύριον]]) [[dinero procedente de la venta de pieles de animales]] δερματικὸν ... τὸ ἐκ τῶν δερματίων τῶν πιπρασκομένων περιγιγνόμενον [[ἀργύριον]] Lycurg.<i>Fr</i>.1, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.333c.23, 1496.68, 90, 123 (ambas Atenas IV a.C.).
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμᾰτικός Medium diacritics: δερματικός Low diacritics: δερματικός Capitals: ΔΕΡΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dermatikós Transliteration B: dermatikos Transliteration C: dermatikos Beta Code: dermatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of skin, like skin, ὑμήν Arist.HA495a8; of the wings of insects, Id.PA682b19; σκέπη Id.GA719b5.    II δερματικόν (sc. ἀργύριον), τό, the money received for the sale of the hides of sacrificial animals, IG2.741, Lycurg.Fr.1.    III v. δαλματικόν.

German (Pape)

[Seite 549] haut-, lederartig, ὑμήν Arist. H. A. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

δερματικός: -ή, -όν, ἐκ δέρματος, ὅμοιος δορᾷ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 5, Γεν. Ζ. 1. 12, 2, κτλ. ΙΙ. δερματικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, τὰ χρήματα τὰ εἰσπραττόμενα ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν δορῶν τῶν θυσιαζομένων ζῴων, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 5, 27, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de piel, dérmico, membranoso ἔστι δ' ὑμὴν δ. ἡ μῆνιγξ Arist.HA 495a8, de los párpados de los animales, Arist.PA 657b33, de las alas de los insectos, Arist.PA 682b19, σκέπη δ. envoltura cutánea Arist.GA 719b5, de la piel de la bellota o la castaña, Thphr.HP 1.11.3, cf. CP 1.7.3, 1.19.2.
2 subst. τὸ δ. (sc. ἀργύριον) dinero procedente de la venta de pieles de animales δερματικὸν ... τὸ ἐκ τῶν δερματίων τῶν πιπρασκομένων περιγιγνόμενον ἀργύριον Lycurg.Fr.1, cf. IG 22.333c.23, 1496.68, 90, 123 (ambas Atenas IV a.C.).