ἐπισκεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_10) |
(13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισκεπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἐξέτασιν, [[μέθοδος]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3. | |lstext='''ἐπισκεπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἐξέτασιν, [[μέθοδος]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπισκεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επισκέπτης]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for examining, τινός Arr.Epict.1.17.10; μέθοδος S.E.M.5.3. Adv.-κῶς Ptol.Tetr.171.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκεπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐξέτασιν, μέθοδος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.
Greek Monolingual
ἐπισκεπτικός, -ή, -όν (AM) επισκέπτης
ο κατάλληλος για έρευνα.