ἐπισκεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_10)
(13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκεπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἐξέτασιν, [[μέθοδος]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.
|lstext='''ἐπισκεπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἐξέτασιν, [[μέθοδος]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επισκέπτης]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκεπτικός Medium diacritics: ἐπισκεπτικός Low diacritics: επισκεπτικός Capitals: ΕΠΙΣΚΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: episkeptikós Transliteration B: episkeptikos Transliteration C: episkeptikos Beta Code: e)piskeptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for examining, τινός Arr.Epict.1.17.10; μέθοδος S.E.M.5.3. Adv.-κῶς Ptol.Tetr.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκεπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐξέτασιν, μέθοδος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.

Greek Monolingual

ἐπισκεπτικός, -ή, -όν (AM) επισκέπτης
ο κατάλληλος για έρευνα.